Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τὸ ἐπιβατικόν

См. также в других словарях:

  • ἐπιβατικόν — ἐπιβατικός of masc acc sg ἐπιβατικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιβατικός — ή, ό (AM ἐπιβατικός, ή, όν) [επιβάτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους επιβάτες ή προορίζεται γι αυτούς νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το επιβατικό μέσο μεταφοράς επιβατών αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιβατικόν 1. οι επιβάτες, οπλίτες τού πλοίου 2. ο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»